-
1 телепередача
η εκπομπή της τηλεόρασης, το τηλεοπτικό πρόγραμμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телепередача
-
2 телепередача
телепередача ж η εκπομπή τηλεόρασης \телепередачапрограмма ж το τηλεοπτικό πρόγραμμα* * *жη εκπομπή τηλεόρασης -
3 телепрограмма
жτο τηλεοπτικό πρόγραμμα
См. также в других словарях:
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
τηλεοπτικός — ή, ό, Ν τηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεόραση (α. «τηλεοπτικό πρόγραμμα» β. «τηλεοπτική συσκευή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + οπτικός] … Dictionary of Greek
τηλεπαρουσιαστής — ο θηλ. τηλεπαρουσιάστρια αυτός που παρουσιάζει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek